- μαγνησιούχος
- -ο, θηλ. και -ααυτός που περιέχει μαγνήσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήσιο + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αν. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγνησιακός — μαγνησιακός, ή, ό και μαγνησιούχος, α, ο που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)